mercoledì 11 luglio 2012

Otium. Ὁ Σάρδος πατριώτης.


Non senza un granello di ragione (che, comunque, mai ricerco o, peggio, esigo) ritengo che l'otium, nel senso classico del termine, sia una delle principali strategie rivoluzionarie attuali. La mia situazione "lavorativa" è pessima, non godo di ottima salute (e, con uno squisito paradosso, non sono mai stato meglio in vita mia) e potrei arrivare a servire un'insalatina di aconitus napellus a chi mi nomini la parola "futuro". "Bisogna che tu ti dia da fare!", mi dicono; e, infatti, a partire dal 23 aprile scorso mi sono dato moltissimo da fare. Per tradurre Su patriottu Sardu a sos feudatarios (noto anche cone Procurad' e moderare, barones, sa tirannia) in greco. Lo conoscete tutti, no, il famoso inno libertario scritto alla fine del '700 dal giurista di Ozieri Francesco Ignazio Mannu? No? Beh, pazienza. Tempo fa, mi sembra, addirittura ne fu accennata qualche strofa da Francesco Guccini assieme a un gruppo di Tenores, che non mi ricordo se erano di Bitti, di Neoneli, di Orgosolo o di Abbiategrasso (questi ultimi, probabilmente, non ci sono; però immaginarsi dei Tenores di Abbiategrasso mi riempie di composta letizia). Dico "qualche" strofa, perché il testo originale completo consta di quarantasette ottave fitte come rèna. Quando il mio rivoluzionarièrrimo otium m'ha comandato, perfido, di sagrificare il tempo-denaro (ed anzi di mandarlo letteralmente in culo) per ellenizzarlo, mi son detto che non sarebbe stato autentico se mi fossi limitato a metterlo nel greco d'oggi; l'inno è del 1794, e quindi bisognava farlo nel greco del 1794. Il quale era un bizzarro idioma, un miscuglio di forme moderne e classiche, un "pot pourri" nel quale ognuno poteva metterci del suo assolutamente certo di non essere capito praticamente da nessuno. Non potevo perdere un'occasione del genere per aggiungere anche questa alle già tante cose totalmente inutili della mia vita. Perdere il gusto e il culto dell'inutilità più totale mi condurrebbe a rapida morte. E così mi ci sono voluti quasi tre mesi, dovendo oltremodo comporre il testo con tutti i necessari "spiriti" e con il sistema politonico (acuto, grave e circonflesso). Eccolo qua, il "Procurad'e moderare" in greco tardo-settecentesco, che vorrei dedicare ad eventuali amici sardi e greci. Le cose che vi si dicono sono comunque assai degne e senza tempo, e la tirannia del tempo è un'altra cosa che dovrebbe essere abbattuta senza pietà. Buona lettura a chi lo desidera.

Ο ΣΑΡΔΟΣ ΠΑΤΡΙΩΤΗΣ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΦΕΟΥΔΑΡΧΟΥΣ
ΠΡΟΣΕΧΕΤΕ ΝΑ ΜΕΤΡΙΑΣHΤΕ
, ΒΑΡΟΝΟΙ, ΤΗΝ ΤΥΡΑΝΝΙΑΝ

1.
Προσέχετε νὰ μετριάσητε,
ὦ βαρόνοι, τὴν τυραννίαν,
ἀλλιῶς, διὰ τὴν ζωή μου,
θὰ πᾶτε κατωχώρι!
Κηρύσσεται ὁ πόλεμος
κατὰ τῆς αὐθάδειας
καὶ ἀρχίζει ὁ λαός
νὰ χάσῃ τὴν ὑπομονήν.

2.
Προσέχετε, ποὺ ἀνάβεται
κατ' ἐσᾶς ἡ φωτιά,
προσέχετε, ποὺ δὲν εἶναι
παιχνίδιον ἀλλὰ πράγμα
καὶ ἀπειλὴ θυέλλας.
Ὦ ἄνθρωποι ἀπερίσκεπτοι,
ἀκούστε τὴν φωνήν μου.

3.
Πάψτε νὰ σπηρουνίσητε
τὸ ἄλογον το πτωχόν,
ἀλλιῶς μέσα 'ς τὸν δρόμον
θὰ ἀφηνιάσῃ ἐπὶ τέλους.
Προσέχετε, ποὺ κουρασμένον
δὲν τὸ ἀντέχει πιά,
καὶ τελικὰ θὰ ῥίξῃ
ἀνάποδα τὸν καβαλάρη.

4.
Ὁ λαὸς ποὺ εἶχε πέσει
εἰς βαθὺν λήθαργον,
ἐξύπνησε ἐπὶ τέλους
καὶ βλέπει τὰ δεσμά του
καὶ πληρώνει τώρα
τὴν παλαιάν του νωχέλειαν.
Φέουδον, ἐχτρικὸς νόμος
πάσης καλῆς φιλοσοφίας.

5.
Ὡς ἂν νὰ εἶναι ἀμπέλια
ἢ κάμποι ἢ χωράφια
ἐπούλησαν τὰ χωριά
δωρεὰν ἢ εὐτελῶς,
ὡς ἂν εἶναι πράγματι
κοπάδια προβάτων
ἐπούλησαν ἄνθρωπους
καὶ γυναῖκες μὲ τὰ παιδιά των.

6.
Δι' ὀλίγων χιλιάδων φράγκων
καὶ ἐνίοτε δι' οὐδενός
ζοῦνε 'ς τὴν σκλαβιά
τόσον πολλοὶ πληθυσμοί
καὶ χιλιάδες ἀνθρώπων
τοῦ τυράννου 'ναι σκλάβοι.
Τὸ ἀνθρώπινον εἶδος το πτωχόν,
καὶ πτωχός ὁ Σάρδος λαός!

7.
Δέκα ἢ δώδεκα οἰκογένειαι
διένειμαν τὴν Σαρδηνίαν
καὶ ἀναξίῳ τρόπῳ
ἐκυριεύσαν αὐτήν,
διένειμαν τὰ χωριά
'ς τὴν σκοτεινὴν αρχαιότητα,
μὰ 'ς τὴν σημερινὴν ἐποχήν
ὄλα θὰ τὰ ἐπανορθώσωμε.

8.
Γεννιέται ὁ Σάρδος ὑποταγμένος
εἰς χιλιάδες ὑποχρεώσεων,
εἰσφορὰς καὶ φόρους πρέπει
νὰ τους πληρώσει 'ς τὸν ἀφέντη
εἰς ζωικὸν καὶ σίτον,
εἰς χρήματα καὶ εἰς εἶδος
καὶ πληρώνει διὰ βοσκήν
καὶ διὰ καλλιέργειαν γῆς.

9.
Πολὺν χρόνον πρὶν ὑράρξωσι
τὰ φέουδα, ὑπῆρχαν τὰ χωριά
καὶ αὐτὰ ἐκτῶντο
τὰ δάση καὶ τοὺς κάμπους.
Πῶς ἐσᾶς, ὦ βαρόνοι,
ἐπερνοῦσε ἡ ἰδιοκτησία;
Αὐτὸς ποὺ σᾶς ἔδωκέ την
δὲν ἠδύνατο νὰ σᾶς δώσῃ.

10.
Εἶναι ἀδιανόητον
ποὺ παραιτήθη ὁ πτωχός
ἀπὸ τὴν ἰδιοκτησίαν του.
Συνεπῶς εἶναι ὁ τίτλος
παράνομη οἰκειοποίησις,
καὶ οἱ χωριάτες ἔχουσι
τὸ δίκαιον ν' ἀντιτίθενται.

11.
'ς Τὴν ἀρχὴν τουλάχιστον
φόρους ἀπαιτούσατ' εὐτελεῖς,
ἀλλ' ἔπειτα τους ἔχετε αὐξήσει
ἡμέραν μεθ' ἡμέρας
ὥστε μὲ τὴν αὔξησίν των
ἐγίνατε παραπλούσιοι,
καὶ μὲ σπατάλην χρήματος
πᾶσαν οἰκονομίαν ἀμελούσατε.

12.
Εἶναι ἀνώφελον νὰ ὁμιλεῖτε
δι' ἰδιοκτησίαν παλαιᾶς ἐποχῆς
ἀπειλοῦντες φυλακήν
ποινὰς καὶ τιμωρίαν,
δεσμὰ καὶ ἀλυσίδες.
Τοὺς πτωχοὺς ἀγενεῖς
τους ἐξαναγκάσατε νὰ πληρώσωσι
ὑπέρογκους φόρους.

13.
Ἄν τουλάχιστον τὰ χρήματά σας
τα χρησιμοποιήσητε ὑπὲρ τῆς δικαιοσύνης
καὶ νὰ τιμωρεῖτε τὴν μοχθηρίαν
των κακοποιῶν τοῦ τόπου!
Οὔτω, τουλάχιστον, οἱ τίμιοι
θὰ εἶχαν παρηγορίαν
καὶ θὰ δυνηθοῦν νὰ πᾶνε καὶ 'ρθοῦνε
ἥσυχοι 'ς τὸν δρόμον.

14.
Αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπός
ποὺ μόνον τὸν ἔχουν οἱ φόροι
νὰ ζοῦμε ἥσυχοι
καὶ ἀσφαλεῖς ὑπὸ τοῦ νόμου
ἀλλ' αὐτὸ μᾶς στεράει
ὁ βάρονος διὰ φιλαργυρίας.
'ς Τὰ ἔξοδα ὑπὲρ τῆς δικαιοσύνης
μόνον κάνει οἰκονομίαν.

15.
Ὁ πρῶτος ποὺ παρουσιάζεται
ἐκλέγεται λειτουργός,
ἂς πράξει ἄσχημα ὡραῖα,
ἀρκεῖ νὰ μὴν ἀπαιτήσῃ μισθόν·
ἐπίτροπος ἢ συμβολαιογράφος,
ὑπερήτης ἢ λακκές,
λευκὸς ἢ μαῦρος,
εἶναι ἀρμόδιος νὰ κυβερνᾶ.

16.
Ἀρκεῖ ν' ἀγωνίζεται
γιὰ ν' αὐξήσῃ τὸ εἰσόδημα,
ἀρκεῖ νὰ γεμίσῃ
τὸν σάκκον τοῦ ἀφέντη,
νὰ βοηθήσῃ τὸν ἐπικεφαλήν,
νὰ εἰσπράξῃ ταχέως,
κι ἂν ὑπάρξωσι ἀπειθεῖς
νὰ τους βάλῃ ἐνέχυρον.

17.
Ὡς ἂν εἶναι ὁ φέουδαρχος
ἐνίοτε ὁ παππᾶς κυβερνᾶ,
μὲ τὰ χωριά 'ς ἕνα χέρι
καὶ τὴν ἄδεια 'ς τὸ ἄλλο.
Φέουδαρχε, σκέψου
ποὺ δὲν ἔχεις τοὺς ὑποτελεῖς
μόνον διὰ ν' αὐξήσῃς τὰ χρήματά σου,
μόνον διὰ νὰ τους γδάρῃς.

18.
Τὴν περιουσίαν και τὴν ζωήν
διὰ νὰ προασπίσῃ, ὁ χωριάτης
πρέπει νὰ μένῃ νύκτα καὶ ἡμέραν
μὲ τ' ἄρματα 'ς τὰ χέρια·
ἀφοῦ ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα,
διότι νὰ πληρώσωσ' τόσας φοράς ;
ἐπειδὴ δὲν ἀποδίδουν ὀφελόν
εἶναι τρέλα νὰ τας πληρώσωσι.

19.
Ἐάν ὁ βάρονος μὴν ἐκπληρώσῃ
τὰ καθήκοντά του πρὸς ἐσένα,
δὲν ἔχεις, ὑποτελά,
καθήκοντα πρὸς αὐτόν·
αἱ φοραὶ, τὰς ὁποίας
σοῦ ἀπέσπασε μὲ τὸν χρόνον
εἶναι χρήματα κλεμμένα
καὶ πρέπει νὰ σοῦ τα ἐπιστρέψῃ.

20.
Τὰ εἰσοδήματα τοῦ χρησιμεύουσι
μόνον νὰ συντηρεῖ ἐρωμένας,
δι' ἀμάξας και στολάς,
δι' ἀνώφελας ὑπηρεσίας,
νὰ τρέφῃ τὰ βίτσια του,
νὰ παίζῃ μπασέτα
καὶ νὰ ἐξεσπάσῃ ἐκτὸς τοῦ οἴκου
τὰς ὀρέξεις του.

21.
Καὶ νὰ ἔχῃ εἴκοσι εἰδῶν
ἐδέσματα ἔτοιμα 'ς τὸ τραπέζιον,
νὰ δύνηται ἡ μαρκησία
να ὑπάγῃ πάντα μὲ τὸ ὄχημα,
μὲ σφικτὰ ὑποδήματα
ἡ καημένη κουτσαίνει,
θίγουσ' αἱ πέτραι παρὰ πολύ,
δὲ δύναται νὰ βαδίσῃ.

22.
Μόνον νὰ φέρῃ γράμμα
ὁ υποτελής ὁ καημένος
κάνει ἡμερῶν δρόμον
ἀμισθωτός μὲ τὰ πόδια,
ξυπόλητος, ἡμιγυμνός
κακοκαιρίᾳ ἐκτεθειμένος,
καὶ ὅμως ὑπομένει
καὶ ἀμίλητος σιωπᾶ.

23.
Ἰδοῦ σὲ τί χρησιμεύει
ὁ ἵδρως τῶν πτωχῶν!
Τόσην ἀδικίαν, Κύριε,
πῶς δύνασαι νὰ φέρῃς ;
ᾮ θεῖα Δικαιοσύνη,
ἐπανόρθωσε τὰ πράγματα,
ῥόδα ἐκ τῶν ἀγκαθιῶν
ἐσὺ μόνον δύνασαι νὰ γεννήσῃς.

24.
ᾮ πτωχοὶ τῶν χωριῶν,
δουλεύετε καὶ δουλεύετε
νὰ συντηρεῖτε 'ς τὴν πόλιν
τόσους ὡραίους ἵππους,
ἐσᾶς ἄχυρον ἀφήνουν
κι αὐτοὶ παίρνουν τὸν σῖτον
καὶ σκέπτονται βράδυ πρωί
μόνον πῶς νὰ πλουτίσωσι.

25.
Ὁ κύριος ὁ Φεουδάρχος
ἐξυπνᾶ 'ς τὲς ἕνδεκα·
ἀπ' τὸ κρεββάτι 'ς τὸ τραπέζιον,
ἀπ' τὸ τραπέζιον 'ς τὸν τζόγον
κι ἔπειτα νὰ διασκεδάσῃ
μὲ τὰς ἐρωμένας του
κι ἔπειτα ὡς τὴν δύσιν
θέατρον, χοροὶ, χαρά.

26.
Πόσον διαφορετικῶς
περνᾶ τὸν καιρὸν ὁ ὑποτελής!
Πρὶν τῆς αὐγῆς
εἶναι ἤδη 'ς τοὺς κάμπους.
Φυσᾶ ἤ χιονίζει 'ς τὰ ὄρη,
καίει ὁ ἥλιος 'ς τὴν πεδιάδα,
καὶ πῶς δύναται ὁ καημένος
νὰ ἀντέξῃ τόσον ἐπὶ μακρόν;

27.
Μὲ σκαπάνην καὶ ἄροτρον
ἀγωνίζεται ὅλην τὴν ἡμέραν
καὶ γύρῳ εἰς τὸ μεσημέριον
μόνον τρέφεται μετ' ἄρτον.
Καλύτερα τρώγει ὁ σκύλος
τοῦ βαρόνου εἰς τὴν πόλιν,
ἐὰν αὐτὸς εἶναι τοῦ εἴδους
ποὺ τὸν φέρνουνε 'ς τὴν τσέπη.

28.
Φοβουμένη μὴ πέσωσι
ταραχαὶ τόσον μεγάλαι
μὲ σκευωρίας καὶ δόλον
ἐπέμβηκε ἡ Αὐλή
καὶ ἐσκόρπισε καὶ διέλυσε
τοὺς ἐπιμελεστάτους πατρίκιους
λέγουσα ὄτι ἦσαν αὐθάδεις
καὶ ἀντετίθεντο τὴν μοναρχίαν.

29.
Εἰς τοὺς ἀγωνισθέντες
ὑπὲρ τῆς πατρίδος,
εἰς τοὺς τὰ ὅπλα λαβόντες
ὑπὲρ τοῦ κοινοῦ ἀγῶνος
ἤ θελειὰν εἰς τὸ λαιμόν
ἠθέλανε νὰ βάλωσι,
ἤ ὡσὰν Ἰακωβινούς
ἤθελαν νὰ τους σφάξωσι.

30.
Ἀλλ' ἐπροστάτευσε ὁ Θεός
τοὺς καλοὺς φανερῶς,
γκρέμισε τοὺς ἰσχυρούς
κι ἀνέβαλε τοὺς πτωχούς.
Ἐδηλώθη ὁ Θεός
ὑπὲρ τῆς πατρίδος μας
κι ἀπὸ πᾶσαν ἀπειλήν
θὰ μᾶς σώσῃ.

31.
Δόλιε φέουδαρχε!
Ὑπὲρ ἰδιωτικοῦ κέρδους
ἀνοικτὸς προστάτης
εἶσαι τῶν Πιεμοντέζων·
μ' αὐτοὺς συνεφώνησες
εὐκόλως μάλιστα,
αὐτοὶ τρῶνε 'ς τὴν πόλιν
κι ἐσὺ 'ς τὰ χωριά.

32.
Ἡ Σαρδηνία δι' αὐτούς
ἦσαν γῆ τῆς ἐπαγγελίας·
ὡσάν ἡ Ἱσπανία 'ς τὰς Ἰνδίας
μένανε 'δῶ οἱ Πιεμοντέζοι.
Ἀκόμα κι ὁ ὑπηρέτης
διῷκει μᾶς διὰ τῆς ῥάβδου,
εἴτε χωριάτης, εἴτ' ἄρχων
ἔπρεπ' ὁ Σάρδος νὰ ὑπακούσῃ.

33.
Ἀπὀ τὴν γῆν μας
ἔκλεψαν ἑκατομμύρια,
ἦρχοντο γυμνοί
καὶ ἔφευγαν πλούσιοι.
Εἴθε νὰ μὴν ἦρχοντο ποτέ,
γιατὶ μᾶς ἔκαψαν ὅλα!
Καταραμένη νά' ναι ἡ χῶρα
ποὺ τέτοιαν γενιὰν γεννᾶ.

34.
Αὐτοὶ ἔκαμαν ἐδῶ
συμφέροντα προξενιά,
δι' αὐτούς αἱ εργασίαι,
δι' αὐτούς αἱ τιμαί
καὶ τὰ ὑψηλότατα ἀξιώματα
ἐκκλησιαστικά, δικαστικά, στρατιωτικά·
καὶ εἰς τὸν Σάρδον μόνον ἔμεινε
τὸ σκοινὶ νὰ κρεμασθῇ.

35.
Μᾶς ἔστειλαν τοὺς χειρότερους
διὰ τιμωρίας καὶ ποινῆς,
μὲ μισθὸν καὶ σύνταξιν,
μὲ λειτούργημα καὶ ἄδειαν.
Εἰς τὴν Μοσκόβαν τέτοιους
τοὺς στέλνουν 'ς τὴν Σιβηρίαν,
ἀλλὰ νὰ πεθάνουν εἰς πενίαν,
ὄχι νὰ κυβερνᾶνε.

36.
Καὶ εἰς τὴν νῆσον μας
ἀρκετοὺς νέους προικισμένους
μὲ πολλὰ και μεγάλα χαρίσματα
τοὺς ἀφήνανε εἰς τὴν ἀεργίαν,
καὶ ἐὰν κάποιους ἀπησχολοῦντο
τότ' ἐζητοῦντο τοὺς ἠλίθιους
διότι σ' αὐτοὺς τους συνέφερε
νὰ διαθέτουν βλακώδεις.

37.
Ἐὰν, εἰς ὑποτακτικὰς ἐργασίας,
κάποιος Σάρδος ἔκανε προόδους,
νὰ κάνῃ δῶρα δὲ τοῦ ἦσαν ἀρκετόν
νὰ ἐξοδέψῃ τὸ ἥμισυ τοῦ μισθοῦ του.
Εἴχαμεν νὰ στείλωμεν
ἵππους ράτσας εἰς Τορίνον
καὶ κιβώτια ἐξαιρετικοῦ οἴνου,
Καννονάου καὶ Μαλβαζίας.

38.
Νὰ διαβεβαιωθῶσι εἰς τοὺς Πιεμοντέζους
ὁ ἄργυρος καὶ ὁ χρυσός μας,
εἶναι τῆς κυβερνέσεως των
ἡ ἀρχή ἡ κανονική.
Τὸ βασιλεῖον τῆς Σαρδηνίας
δὲ τους ἐνδιαφέρει τίποτα,
καὶ μάλιστα, πιστεύουσι
ὅτι δὲν πρέπει νὰ εὐημερᾶ.

39.
Τῆν νῆσον κατέστρεψαν
οἱ νόθοι αὐτοί,
καὶ μᾶς ἤρπασαν
τὰ προνόμια ποὺ εἴχαμεν,
ἐκ τῶν ἀρχείων ἔκλεψαν
τὰ σημαντικότατα μας ἔγγραφα
καὶ ὡς ἀνώφελα γραπτά
τὰ παρέδωσαν εἰς τὰς φλόγας.

40.
Ὁ Θεός ἐν μέρει μᾶς ἐλευθέρωσε
ἀπὸ τούτην τὴν συμφοράν,
οἱ Σάρδοι ἐδίωξαν αὐτόν
τὸν μισητὸν ἐχθρόν.
Καὶ σὺ εἶσαι ὁ φίλος του,
ἀνάξιε Σάρδε βαρόνε,
καὶ ἀγωνίζεσαι
νὰ κάνῃς νὰ ἐπιστρέψῃ!

41.
Δι' αὐτὸ ἀναιδῶς μάλιστα
παρακαλεῖς τὸν Πιεμοντέζον.
Ὑποκριτή σημαδεμένε
τῆς προδοσίας τῷ στίγματι!
Τόσον πολὺ αἱ θυγατέρες σου
τιμᾶν τόν ξένον ὥστε
καὶ νἆναι λουτροπλυντῆρ
ἀρκεῖ νὰ μὴν εἶναι Σάρδος.

42.
Ἐὰν ὑπάγῃς εἰς τὸν Τορῖνον,
ἐκεῖ πρέπει νὰ φιλεῖς
τοῦ ὑπουργοῦ τὰ πόδια,
κι ἄλλων τὸν πρωκτόν.
Ν' ἀποκτήσῃς ὅ,τι θέλεις
πωλεῖς τὴν πατρίδα σου
κι ἴσως προσπαθήσῃς κρυφῶς
τοὺς Σάρδους νὰ 'ξωφλήσῃς.

43.
Ἐκεῖ ἄφησες τὰ χρήματά σου
και ἐπέστρεψες μὲ σταυρόν
ὡς παράσημον ἐπὶ τοῦ στήθους,
καὶ μὶα κλεῖδα 'ς τὸν πισινόν.
Διὰ νὰ κτίσῃς τὸν στρατῶνα
τὸν οἶκον κατέστρεψες
καὶ ἐκέρδισες τὸν τίτλον
κατασκόπου καὶ προδότου.

44.
Ἀλλ'ὁ οὐρανὸς δὲν αφήνει
πάντα τὸ κακὸν νὰ θριαμβέψῃ·
πρέπ' ὁ κόσμος τὰ πράγματα
νὰ ἐπανορθώσῃ ἃν ἄδικα.
Αδύνατον νὰ διαρκεῖ
αὐτή ἡ φεουδαρχία,
βεβαίως θὰ τελέσῃ
τῶν λαῶν ἡ πώλησις.

45.
Ὁ ἄνθρωπος ποὺ τὸ ψεῦδος
τὸν εἶχε ταπεινώσει
φαίνεται ὡς παλαιάν
ἀξιοπρέπειαν ἐπανακτεῖ,
καὶ ὡς πάλιν διεκδικεῖ
τὴν θέσιν του 'ς τὴν κοινωνίαν.
Ὦ Σάρδοι μου, ἐξυπνᾶτε
αὐτῇ τῇ ὁδηγίᾳ!

46.
ᾮ λαοί, ἔφθασε ἡ ὧρα
τὴν ἀδικίαν ν' ἀφαιροῦμεν!
Κάτω ἡ κακοηθία,
κάτω οἱ δεσπόται!
Πόλεμον εἰς τὸν ἐγωισμόν,
πόλεμον εἰς τοὺς τύραννους!
Τούτους τοὺς ἀνίκανους
πρέπει νὰ ταπεινώσωμεν.

47.
Ἀλλιῶς, μίαν ἡμέραν
θὰ δαγκώσητε τὰ χέρια σας,
νῦν ποὺ ἔχετε τὸ ἐξύφασμα
χρειάζεσθε νὰ ὑφαίνητε.
Προσέχετε νὰ μὴν γίνῃ
άργά ἡ μεταμέλεια,
ὅταν καλὸς ἔλθῃ ἄνεμος
πρέπει νὰ ἀλωνίσωμεν.